Ανακοίνωση της ΚΕΧΑ για τις επερχόμενες εκλογές της 17ης Ιούνη
Μετά τις εκλογές στις 17 Ιούνη, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους, ετοιμάζεται μια νέα σαρωτική και στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση στα εναπομείναντα αναιμικά εργατικά δικαιώματα. Είναι η «συνταγή» της δικής τους απάντησης στην καπιταλιστική κρίση. Η βασική αιτία της προσφυγής στις κάλπες είναι η αγωνία για σταθεροποίηση συνολικά του πολιτικού συστήματος, εν μέσω κρίσης, μαζί με την ανάγκη πολιτικής ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Η κυβέρνηση που θα βγει από τις εκλογές θα επωμιστεί τη «βρώμικη» δουλειά, της καπιταλιστικής απάντησης σε μια κρίση που διαρκώς βαθαίνει και εξαπλώνεται επιδημικά στην Ευρώπη απειλώντας τη βιωσιμότητα του Δυτικού καπιταλισμού. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης της εργατικής αγανάκτησης, μέσω των εκλογικών αυταπατών και της αναμονής για την εφαρμογή του προγράμματος της νέας κυβέρνησης, θα είναι για την άρχουσα τάξη ένας ασφαλής δείκτης για το ρυθμό και την ποιότητα των αλλαγών που θέλει να προωθήσει στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Πέρα από το ποιο κυβερνητικό σχήμα προωθεί σήμερα ο αστικός κόσμος ως κριό και πρώτη γραμμή της σφοδρής αντιλαϊκής επίθεσης, ή τις εναλλακτικές λύσεις «γαλαζοπράσινων», «πρασινορόζ», «γαλαζόμαυρων» συνδυασμών που ζυμώνουν για μετά, η πρώτιστη αποστολή των εκλογών είναι η «επανανομιμοποίηση» συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος, για να μπορεί αυτό να δώσει εχέγγυα και νέες «δηλώσεις νομιμοφροσύνης» και στήριξης προς το κεφάλαιο. Η προσπάθεια επανεμφάνισης της σοσιαλδημοκρατίας, με κύριο εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζει με κακόγουστη φάρσα, σε έναν κόσμο όπου οι επιλογές του κεφαλαίου, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, συμφωνούν σε έναν και μοναδικό δρόμο από την καπιταλιστική κρίση στην καπιταλιστική ανάπτυξη: την υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και το τσάκισμα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Και ενώ η σοσιαλδημοκρατία πέθανε, το σύστημα σπεύδει να αναφωνήσει «ζήτω η σοσιαλδημοκρατία» γιατί θέλει στο σύντομα καταρρέον πρόσωπό της να τελειώνει μια και καλή, με κάθε ιδέα και ελπίδα αμφισβήτησης και αντίστασης που της χρεώνουν και υποτίθεται ότι αυτή εκπροσωπεί.
Η αστική τάξη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις σαφείς ενδείξεις αδυναμίας ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Δεν πρόκειται απλώς για το γενικό φόβο των αντιδράσεων που σίγουρα θα επέλθουν, αλλά και όσων έχουν συμβεί, γιατί δεν ξεχνούν το Δεκέμβρη του 2008, τις τεράστιες απεργιακές κινητοποιήσεις, τον κόσμο που κατέκλυζε τις πλατείες, αλλά και τους μικρούς ή μεγάλους αγώνες που γεννιούνται καθημερινά από τις γειτονιές μέχρι τα εργοστάσια, τους σταθμούς και τα λιμάνια. Γιατί σε αντίθεση με την πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας, η άρχουσα τάξη έχει ταξική μνήμη. Γιατί μπορούν ακόμα κι από κει που κάθονται να μυρίσουν την οργή των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων στις ουρές του ΟΑΕΔ, αυτών που πεθαίνουν κάθε μέρα στα νοσοκομεία χωρίς φάρμακα ή πετιούνται έξω από αυτά, της νεολαίας και των εργαζόμενων που -αν δεν είναι άνεργοι- δουλεύουν χωρίς ωράριο, συμβάσεις, ασφάλιση, υπερωρίες και δικαιώματα, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί.
Στην παρούσα κοινωνική ζούγκλα, προϊόν της αλλά και επιδίωξη του συστήματος, είναι και η άνδρωση του ρεύματος του φασισμού, που γεννιέται, χτυπώντας πρώτα και κύρια τα πιο αδύναμα κομμάτια της τάξης μας, τους μετανάστες προλετάριους. Το άρμα του εθνικισμού το σύραν ως εδώ και το γιγάντωσαν, δεκαετίες τώρα, οι ιδέες της «ισχυρής Ελλάδας», της «εθνικής ενότητας και συστράτευσης», της «προάσπισης των εθνικών συμφερόντων», της υπεράσπισής της «εθνικής οικονομίας». Που στην ουσία τους μάλιστα ταυτίζονται και ανδρώθηκαν στην ελληνική κοινωνία χέρι-χέρι με τις ιδέες της “ισχυρής Ευρώπης”, του “Ευρωπαϊκού ιδεώδους” και πάνω από όλα της “Ευρώπης Φρούριο” απέναντι στους φτωχούς και κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Γίνεται έτσι ο φασισμός χρήσιμο εργαλείο για τον διχασμό της τάξης μας, ενσωμάτωσης και των πιο αδύναμων ντόπιων εξαθλιωμένων στα σχέδια του κεφαλαίου και μακρύ χέρι του κράτους που οπλίζει, τρομοκρατεί και εκτελεί όποιον αντιστέκεται.
Οι συνθήκες που διαμορφώνει σήμερα το πεδίο της καπιταλιστικής κρίσης θέτουν για την τάξη μας τόσο αναβαθμισμένες απαιτήσεις όσο και δυνατότητες εμφάνισης και προώθησης στην πράξη μιας εργατικής επαναστατικής πολιτικής, που θα επιχειρεί να κάνει πρόγραμμα δράσης, περιεχόμενο του συνολικού πολιτικού αγώνα των εργαζομένων, την επαναστατική απάντηση στην κρίση. Η επαναστατική απάντηση στην κρίση, όμως, δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά διαπερνά και διαμορφώνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα της ταξικής πάλης και κρίνεται σε αυτά. Για να μην πληρώσουμε την κρίση τους πραγματικά, πρέπει να αρνηθούμε την επιστροφή στην καταστροφική για τον άνθρωπο και τη φύση καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία άλλωστε μας έφερε εδώ. Δε ζητάμε ακύρωση μνημονίων, αναδιαπραγμάτευσή τους ή απαγκίστρωση από αυτά, δε ζητάμε καν «διέξοδο», «ανακούφιση», «ανάσχεση» κ.λπ. από την κρίση, αλλά μετατροπή της σήμερα σε κρίση συνολικής αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Ξεκάθαρα, λοιπόν, χρέος της τάξης μας είναι το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης, από την άλλη όμως πλευρά, προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, ώστε να οδηγήσει σε ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού.
Για να υπάρξει πραγματικό εργατικό αντίπαλο δέος στην επίθεση που γίνεται, χρειάζεται επειγόντως ένα νέο εργατικό κίνημα βάσης, αυτοοργάνωσης και χειραφέτησης. Ένα κίνημα που μέσα στα προγράμματα των αγώνων και της πολιτικής πάλης θα προωθεί τις λογικές και πρακτικές της εργατικής χειραφέτησης, της κατάργησης της εκμετάλλευσης, της αντίθεσης στα μοντέλα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κατανάλωσης, της αλλαγής του τρόπου παραγωγής του πλούτου και του ίδιου του πλούτου που παράγεται, της συμβατής με το περιβάλλον οργάνωσης της ζωής. Ένα τέτοιο κίνημα διεκδικεί όλον τον πλούτο που παράγει ο εργαζόμενος σήμερα, μαζί με την ανάγκη για αλλαγή αυτού του πλούτου. Ένα τέτοιο κίνημα παλεύει για την εργατική αυτοδιεύθυνση, δεν αναγνωρίζει στη ΓΣΕΕ και σε κανένα μόρφωμα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού το δικαίωμα να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους και δε χρειάζεται καμία αναγνώριση μέσα σε αυτούς τους θεσμούς στήριξης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, οργανώνεται και παλεύει, με πραγματικά ανεξάρτητο τρόπο, με συνελεύσεις και διαδικασίες βάσης, με σωματεία συγκροτημένα σε αυτή την κατεύθυνση, με πανεργατικό συντονισμό τους χωρίς γραφειοκρατικές ή «ταξικές» εκπροσωπήσεις.
Σε συνθήκες κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, αλλά και κρίσης της αστικής εκπροσώπησης, για να μη μας κυβερνήσει κανείς από όλα τα σχήματα και τις παραλλαγές της αστικής πολιτικής, η επαναστατική απάντηση στην κρίση οφείλει να συμβάλει, ώστε να μετατεθεί πλήρως το πεδίο της πολιτικής από τους μηχανισμούς της εκπροσώπησης και του θεάματός τους, στο πεδίο της ανάπτυξης συλλογικών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών και αντιθεσμών αγώνα, συνολικής πολιτικής πάλης για τα δικαιώματα και τις ανάγκες της τάξης μας. Επειδή ακριβώς στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, η εργατική πολιτική είναι από μόνη της και εξ’ ορισμού αντιθεσμική, η επιλογή και πραγμάτωση τέτοιων αντιθεσμικών μορφών, είναι απαραίτητη, για να αντιστρέψουμε τους συσχετισμούς υπέρ της εργατικής τάξης. Η παρέμβαση της επαναστατικής πολιτικής στις εκλογές δεν μπορεί να διεκδικεί γενικώς την πολιτική έκφραση των αγώνων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: να αξιοποιεί όποιες δυνατότητες της δίνουν τέτοιες μάχες για να αποκαλύπτει ότι τέτοιες διαδικασίες δεν είναι κομμάτι του κινήματος, ούτε μπορούν ποτέ να το εκπροσωπήσουν. Από αυτή τη σκοπιά, η εργατική επαναστατική πολιτική δε μπορεί να ζητάει καταγραφή εντός του αστικού συστήματος εκπροσώπησης, αλλά παλεύει για τη διαμόρφωση ενός ανταγωνιστικού προς αυτό πεδίου πολιτικής από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τους αγωνιστές, και για τους ίδιους.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι κανένα πολιτικό σχέδιο κανενός σχηματισμού σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές δε μπορεί να συμβάλει στην τόσο αναγκαία εμφάνιση και προώθηση της εργατικής επαναστατικής απάντησης στην κρίση. Άλλωστε, στο πραγματικό πεδίο κρίσης, εκείνο των εργατικών αγώνων, κανένας από τους σημερινούς εκλογικούς σχηματισμούς δε συνέβαλε ούτε όλο το προηγούμενο διάστημα ώστε να αναπτύξουν οι εργαζόμενοι μία πραγματικά διαφορετική σχέση και πράξη με την οικονομική και πολιτική ζωή.
Έτσι, στη βάση όλων των παραπάνω, καλούμε σε συνειδητή πολιτική αποχή από τις εκλογές της 17ης Ιούνη ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΣΕ ΕΝΕΡΓΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στη διαμόρφωση ενός μαχητικού, επαναστατικού εργατικού κινήματος οικονομικο-πολιτικών διεκδικήσεων μέσα στους χώρους δουλειάς, τους άνεργους, τις γειτονιές και τις πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, μαζί με όλους τους οργανωμένους και ανένταχτους αγωνιστές που αναζητούν απαντήσεις σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο στο πεδίο της θεωρητικής και πολιτικής συζήτησης και δράσης, όσο και στο καθοριστικό πεδίο του κινήματος και των ταξικών αγώνων.
"Από τα τσακάλια δε γλιτώνεις με ευχές και παρακάλια"
Κ. Βάρναλης
13/06/2012
Κίνηση Εργατικής Χειραφέτησης & Αυτοοργάνωσης
*στη φωτογραφία, πορεία οχτώ χιλιάδων ανθρακωρύχων στην Ισπανία.